λαίφεα

λαίφεα
λαί̱φεα , λαῖφος
shabby
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευυφής — εὐυφής, ές (Α) υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνο υφής, λινο υφής] …   Dictionary of Greek

  • παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”